διάνος

διάνος
ο (θηλ. διάνα, η) [ινδιάνος]
κοινή ονομασία τού οικόσιτου πουλιού γάλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διάνος — ο ινδική όρνιθα, κούρκος, γαλοπούλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γάλος — Ορνιθόμορφο πτηνό της μικρής οικογένειας των μελεαγριδιδών, που περιλαμβάνεται στην ευρεία και ετερογενή υπόταξη των γάλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι μελεαγρίς ο αλεκτρυνοταώς ή ινδόρνιθα. Καλείται επίσης γ. ο κοινός (γαλοπούλα ή διάνος)… …   Dictionary of Greek

  • γαλοπούλα — η θηλυκή ινδική όρνιθα, θηλυκός διάνος …   Dictionary of Greek

  • διάνα — Θεά των Λατίνων, αντίστοιχη με την Άρτεμη των αρχαίων Ελλήνων. Ήταν κόρη του Δία και αδελφή του Απόλλωνα. Το πιο γνωστό λατρευτικό της κέντρο, όπου λατρευόταν μαζί με έναν μυστηριώδη θεό ή ήρωα, τον Βίρμπιο, βρισκόταν στους πρόποδες του Αλβανού… …   Dictionary of Greek

  • ορνιθόμορφα — Λέγονται και ορνιθοειδή. Τάξη πουλιών που αποτελείται ολόκληρη σχεδόν από την υπόταξη των αλεκτόρων. Τα ο. περιλαμβάνουν μερικά είδη που εκτρέφονται από τον άνθρωπο και πολλά άγρια που υφίστανται κατά κανόνα εντατικό κυνήγι. Αν και οι διαστάσεις… …   Dictionary of Greek

  • Ινδιάνος — ο θηλ. άνα 1. ο Ερυθρόδερμος της Αμερικής. 2. (ζωολ.), ως προσηγορικό όν., ινδιάνος, ο ο οκούρκος, ο διάνος, ο γάλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γάλος — ο η ινδική όρνιθα, ο διάνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”